- διεγειρομένων
- διά-ἐγείρωawakenpres part mp fem gen plδιά-ἐγείρωawakenpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλετυπία — η, Ν τηλεπ. σύστημα ασύγχρονης τηλεγραφίας μέσω εκτυπωτικής τηλεγραφικής συσκευής, η οποία περιλαμβάνει, κυρίως, αλφαριθμητικό πληκτρολόγιο, πομπό ηλεκτρικών σημάτων διεγειρόμενων από τα πλήκτρα τού πληκτρολογίου, αποκωδικοποιητή τών λαμβανόμενων … Dictionary of Greek